-
1 χαλκ-όδους
χαλκ-όδους, οντος, od. χαλκ-όδων, οντος, l. d. statt χαλκώδων.
-
2 χαλκ-ωρυχεῖον
χαλκ-ωρυχεῖον, τό, Kupfergrube, Kupferbergwerk, Strab. XVII.
-
3 χαλκ-ωρυχέω
χαλκ-ωρυχέω, Kupfer graben, Lycophr. 484.
-
4 χαλκ-ωρυχία
χαλκ-ωρυχία, ἡ, das Graben des Kupfers, Sp.
-
5 χαλκ-ωρύχιον
χαλκ-ωρύχιον, τό, = χαλκωρυχεῖον, Plut. Symp. 3 g. E.
-
6 χαλκ-ωρύχος
χαλκ-ωρύχος, Kupfer grabend, Schol. Lycophr. 484.
-
7 χαλκ-όπτης
χαλκ-όπτης, ὁ, = χαλκοτύπος, Inscr. 837, nach, Welcker für χαλκοκόπτης.
-
8 χαλκ-εντεύς
χαλκ-εντεύς, ὁ, = χαλκεντής, zw.
-
9 χαλκ-εντής
χαλκ-εντής, ές, mit ehernen Waffen, eherner Rüstung, πόλεμος, στρατιά, Pind. N. 1, 16. 11, 35.
-
10 χαλκ-εμ-βολάς
χαλκ-εμ-βολάς, άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu χαλκέμβολος, ναῦς Eur. I. A. 1320.
-
11 χαλκ-ανθές
χαλκ-ανθές, έος, τό, wie von χαλκανϑής, = χαλκάνϑη; Strabo 3, 4,15; Diosc.
-
12 χαλκ-ανθ-ώδης
χαλκ-ανθ-ώδης, ες, dem χάλκανϑον ähnlich, Oribas.
-
13 χαλκ-ουργός
χαλκ-ουργός, Kupfererz bearbeitend, der Kupferschmied, Luc. Iup. tr. 33.
-
14 χαλκ-ουργικός
χαλκ-ουργικός, ή, όν, zum Kupferschmiede, zu seiner Kunst oder Arbeit gehörig, ἡ χαλκουργική, sc. τέχνη, die Kunst des Kupferschmiedes, Arist. pol. 1, 8.
-
15 χαλκ-ουργεῖον
χαλκ-ουργεῖον, τό, 1) Kupfermine, Kupferbergwerk; D. Sic. 1, 15; Pol. 12, 1,4. – 2) die Werkstatt des Kupferschmiedes.
-
16 χαλκ-ουργέω
χαλκ-ουργέω, Kupfer bearbeiten, schmieden, in, aus Kupfer arbeiten (?).
-
17 χαλκ-ουργία
χαλκ-ουργία, ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).
-
18 χαλκ-ούργημα
χαλκ-ούργημα, τό, Arbeit aus Kupfer, kupfernes Geräth, Sp., wie Philo.
-
19 χαλκ-άρματος
χαλκ-άρματος, mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.
-
20 χαλκ-άνθη
χαλκ-άνθη, ἡ, Kupfervitriolwasser, zu Tinte und Schusterschwärze gebraucht, atramentum sutorum, Diosc. – Aber χαλκοῦ ἄνϑος sind Kupferkörner, welche sich in der Größe von Hirsekörnern an der Oberfläche des geschmolzenen Kupfers bilden, wenn man es mit Wasser abkühlt, vgl. Schol. Nic. Th. 257 u. Lob. Phryn. 304. 761.
См. также в других словарях:
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… … Dictionary of Greek
CHALCIOECUS — Minerva dicta est, vel quia domum haberet aeneam, vel quia ex Euboea Chalcidenses fanum construxerunt. Cael. Rhodig. l. 19. c. 8. Vide Meursium in Miscell. Laconic. l. 1. c. 3. Ad huius templum, Aristomenes, Messeniorum Dux, initiô belli… … Hofmann J. Lexicon universale
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
Χαλκήνωρ — ο, ΝΑ μυθ. ομηρικός ήρωας, ιδρυτής τού Ιδαλίου στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)* + ήνωρ (< ἀνήρ). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ευεγχής — εὐεγχής, ές (Α) αυτός που έχει καλό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγχής (< έγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν εγχής, χαλκ εγχής] … Dictionary of Greek
ζεφυρήιος — ζεφυρήϊος, ον (Α) ο ζεφύριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ήιος, (πρβλ. ποταμ ήιος, χαλκ ήιος)] … Dictionary of Greek
ηρώιος — ἡρώιος, ία, ον (Α) ηρωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. ιος (πρβλ. εώ ιος, χάλκ ιος)] … Dictionary of Greek